Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δε χρειάζεται

  • 1 нужно

    нужно (необходимо) πρέπει, χρειάζεται· мне \нужно идти πρέπει να πηγαίνω· не \нужно δε χρειάζεται 2) (требуется): что вам \нужно? τι θέλετε; τι επιθυμείτε; вам ничего не \нужно? θέλετε τίποτα;
    * * *
    1) ( необходимо) πρέπει, χρειάζεται

    мне ну́жно идти́ — πρέπει να πηγαίνω

    не ну́жно — δε χρειάζεται

    что вам ну́жно? — τι θέλετε; τι επιθυμείτε

    вам ничего́ не ну́жно? — θέλετε τίποτα

    Русско-греческий словарь > нужно

  • 2 нужно

    ну́жн||о
    предик безл
    1. (необходимо) πρέπει, χρειάζεται:
    мне \нужно идти πρέπει νά φύγω· мне \нужно идти на работу πρέπει νά πάω στή δουλειά·
    2. (требуется) εἶναι ἀναγκαίον:
    мне \нужно десять рублей χρειάζομαι δέκα ρούβλια· \нужно было видеть ее изумление! ἐπρεπε νά ίδείς τήν Εκπληξη της!· не \нужно так расстраиваться δέν πρέπει νά χολοσκάνετε τόσο· это мне теперь не \нужно αὐτό πιά δέν μοῦ χρειάζεται· очень (мне) \нужно! πολύ πού μοῦ χρειάζεται!.

    Русско-новогреческий словарь > нужно

  • 3 надо

    1. απρόσ. με σημ. κατηγ. βλ. нужно•

    надо послать письмо πρέπει να στείλλω γράμμα•

    мне надо воды θέλω νερό•

    вам что надо? τι θέλετε; τι ζητάτε;•

    мне надо вас благодарить πρέπει να σας ευχαριστήσω•

    кого вам -? ποιόν ζηηάτε;•

    надо ли вам это? σας χρειάζεται αυτό;•

    так надо έτσι πρέπει•

    так ему и надо έτσι του χρειάζεται (του πρέπει, του αξίζει), καλά να πάθει•

    что надо! ό,τι χρειάζεται!

    βλ. над.

    Большой русско-греческий словарь > надо

  • 4 нужно

    απρόσ. ως κατηγ. χρειάζεται, είναι αναγκαίο, απαραίτητο πρέπει•

    дайте мне всё, что нужно для писания δόστε μου ό,τι χρειάζεται για γράψιμ•

    если будет нужно αν χρειαστεί, αν παραστεί ανάγκη•

    кого вам-Τποιόν θέλετε;•

    он не знает как нужно обращаться с лгадми αυτός δεν ξέρει πως πρέπει να συμπεριφέρεται με τους ανθρώπους•

    мне нужно его видеть είναι ανάγκη να τον ιδώ•

    если нужно я прийду αν χρειαστεί, θα έρθω•

    мне нужно с вами поговорить πρέπει να μιλήσω μαζί σας•

    что вам -? τι θέλετε;

    εκφρ.
    очень нужноκ. παλ. куда как нужно αυτό χρειάζεται ακόμα.

    Большой русско-греческий словарь > нужно

  • 5 покой

    покой м η ανάπαυση, η ησυχία; ему нужен \покой χρειάζεται ησυχία ◇ оставь меня в \покойе παράτα με
    * * *
    м
    η ανάπαυση, η ησυχία

    ему́ ну́жен поко́й — χρειάζεται ησυχία

    ••

    оста́вь меня́ в поко́е — παράτα με

    Русско-греческий словарь > покой

  • 6 требовать

    требовать ζητώ, απαιτώ, αξιώνω \требоваться είμαι απαραίτητος; безл. требуется χρειάζεται, ζητείται; на это требуется много времени γι'αυτό χρειάζεται πολύς καιρός, αυτό απαιτεί πολύ καιρό
    * * *
    ζητώ, απαιτώ, αξιώνω

    Русско-греческий словарь > требовать

  • 7 должно

    απρόσ. πρέπει., χρειάζεται, είναι αναγκαίο, απαραίτητο, επιβάλλεται•

    должно убегать праздности πρέπει να μην τεμπελιάζομε•

    работать, как должно να δουλεύουμε όπως πρέπει•

    говорить то, что должно λέγω εκείνο που χρειάζεται•

    должно слушать советы старших πρέπει ν' ακούμε τις συμβουλές των μεγαλύτερων.

    Большой русско-греческий словарь > должно

  • 8 надобность

    θ.
    αναγκαιότητα, ανάγκη•

    надобность книги η αναγκαιότητα του βιβλίου•

    в этом нет никакой -и γι αυτό δεν είναι καμιά ανάγκη•

    по казнныой -и για υπηρεσιακούς λόγους•

    по минованию -и όταν πια δε θα υπάρχει ανάγκη ή δε χρειάζεται•

    смотря по -и κατά την ανάγκη•

    по мере -и όσο είναι ανάγκη, όσο χρειάζεται•

    крайняя надобность επιταχτική (απόλυτη) ανάγκη•

    в случае надобность σε περίπτωση•

    ое-νάγκης, εν ανάγκη, στην ανάγκη.

    Большой русско-греческий словарь > надобность

  • 9 нечего

    нечему, нечем, не о чем
    αντων. αρνητ. τίποτε, ουδέν•

    нечего читать δεν έχω• τίποτε για διάβασμα•

    нечего сказать δεν έχω τίποτε να πω•

    тебе нечего бояться δεν έχεις τίποτε να φοβηθείς•

    нечем резать δεν έχω με τι να κόψω•

    нечему удивляться τίποτε το εκπληκτικό•

    тут нечему смеяться εδώ δεν υπάρχει τίποτε το γελοίο•

    не о чем жалеть άδικα λυπάσαι•

    -делать δεν μπορώ να κάνω τίποτε.

    ως κατηγ. δεν πρέπει, δεν αρμόζει, δεν ταιριάζει δε χρειάζεται, δεν υπάρχει λόγος, δεν είναι ανάγκη•

    об этом и думать -γι αυτό ούτε καν να σκέφτεσαι•

    нечего вам в это дело мешаться δεν έχετε καμιά δουλειά να ανακατεύεστε σ αυτή την υπόθεση•

    вам нечего помогать δε χρειάζεται η βοήθεια σας•

    его жалеть δεν αξίζει να τον λυπάσαι ή αυτός δε θέλει λύπηση.

    Большой русско-греческий словарь > нечего

  • 10 путём

    επίρ.
    όπως πρέπει (χρειάζεται)•

    ничего не знает όπως χρειάζεται τίποτε δεν ξέρει.

    πρόθ. με, δια, μέσο, δια μέσου,δια της οδού, με τη βοήθεια•

    создать новый сорт пшеницы путём скрещивания φτιάχνω νέα ποικιλία σιταριού με διασταύρωση.

    Большой русско-греческий словарь > путём

  • 11 думать

    дума||ть
    несов
    1. σκέφτομαι, σκέπτομαι / συλλογίζομαι, στοχάζομαι (размышлять):
    не долго \думатья χωρίς πολλές σκέψεις, χωρίς δισταγμό· я даже не \думатью οὔτε τό σκέφτομαι· тут нечего \думать δέν χρειάζεται πολλή σκέψη·
    2. (полагать) νομίζω, μοῦ φαίνεται, ὑποθέτω, πιστεύω:
    \думатью, что он не прав νομίζω δτι δέν ἐχει δίκη ὁ, πιστεύω δτι ἐχει ἄδικο· не \думатьκ> δέν πιστεύω· что вы об этом \думатьете? τί γνώμη ἔχετε γι ' αὐτό;· вы так \думатьете? ἐτσι νομίζετε;·
    3. (намереваться) σκοπεύω, λογαριάζω, ἔχω πρόθεση [-ιν]:
    я \думатью остаться до́ма σκοπεύω νά μείνω στό σπίτι·
    4. (заботиться, интересоваться) σκέφτομαι, σκέπτομαι, νοιάζομαι:
    \думать» только о себе σκέφτομαι μόνο τόν ἐαυτό μου· не \думать о других δέν νοιάζομαι γιά τους ᾶλλους· ◊ и не \думатью! οὔτε μοῦ πέρασε ἀπ' τό μυαλό!, οὔτε τό σκέπτομαι!· и \думать нечего μή διστάζεις καθόλου· много о себе \думать ἔχω μεγάλη Ιδέα γιά τόν ἐαυτό μου· \думатьться безл разг φαίνεται:
    мне \думатьется, что... μοῦ φαίνεται, πώς...

    Русско-новогреческий словарь > думать

  • 12 ненадобность

    ненадобность
    ж разг^ ἡ ἀχρηστία:
    за \ненадобностью ἐπειδή δέν χρειάζεται, σάν ἄχρηστο.

    Русско-новогреческий словарь > ненадобность

  • 13 нужда

    нужд||а
    ж
    1. ἡ ἀνάγκη, ἡ χρεία:
    иметь, испытывать \нуждау́ в ком-л., в чем-л. ἔχω ἀνάγκη· у меня большая \нужда в деньгах ἔχω μεγάλη ἀνάγκη ἀπό χρήματα· ну́жды городского населения οἱ ἀνάγκες τοῦ ἀστικοῦ πληθυσμού· без \нуждаы χωρίς νά ὑπάρχει ἀνάγκη· какая \нужда в этом? ποια ἡ ἀνάγκη;· у нас в этом нет \нуждаы δέν (τό) Εχομε ἀνάγκη· в случае \нуждаы ἀν τυχόν χρειαστεί, ἐν ἀνάγκη·
    2. (бедность) ἡ ἐλλειψη [-ις], ἡ στέρηση [-ις], ἡ φτώχεια, ἡ ἀνέχεια:
    быть в крайней \нуждае ξχω μεγάλη φτώχεια· ◊ \нуждаы нет δέν χρειάζεται, δέν εἶναι ἀνάγκη.

    Русско-новогреческий словарь > нужда

  • 14 нуждаться

    нужд||аться
    несов
    1. (в ком-л., β чем-л.) χρειάζομαι, χρήζω, ἔχω ἀνάγκη:
    \нуждаться в помощи ἔχω ἀνάγκη βοηθείας· она ни в чем не будет \нуждаться δέν θά ἔχει ἀνάγκη ἀπό τίποτε· это \нуждатьсяается в изучении αὐτό πρέπει νά μελετηθεί· это сообщение \нуждатьсяа́-ется в подтверждении αὐτή ἡ είδηση χρειάζεται νά ἐπιβεβαιωθεί·
    2. (быть β бедности) εἶμαι φτωχός, στερούμαι:
    он \нуждатьсяается εἶναι φτωχός· \нуждаться в деньгах ἔχω ἀνάγκη ἀπό λεφτά.

    Русско-новогреческий словарь > нуждаться

  • 15 обуживать

    обуживать
    несов κάνω πολύ στενά, κάνω πιό στενά ἀπ° ὀτι χρειάζεται:
    \обуживать рукава κάνω πολύ στενά τά μανίκια.

    Русско-новогреческий словарь > обуживать

  • 16 по-настоящему

    по-настоящему
    нареч (как следует) ὅπως πρέπει, ὅπως χρειάζεται, σοβαρά.

    Русско-новогреческий словарь > по-настоящему

  • 17 поработать

    поработать
    сов ἐργάζομαι, δουλεύω (λίγη ὠρα, λίγο καιρό):
    нужно еще \поработать χρειάζεται νά δουλέψουμε κι· ἄλλο.

    Русско-новогреческий словарь > поработать

  • 18 премудрость

    прему́др||ость
    ж разг ἡ σοφία; невелика \премудростьΙ δέν χρειάζεται μεγάλη σοφία!.

    Русско-новогреческий словарь > премудрость

  • 19 разъяснение

    разъяснен|ие
    с ἡ διασάφηση [-ις], ἡ διευκρίνιση [-ις], ἡ ἐξήγηση [-ις], ἡ ἐπε-ξήγηση [-ις], ἡ διασαφήνιση [-ις]:
    давать \разъяснениеия διασαφηνίζω, διευκρινίζω, ἐπεξηγώ· это нуждается в \разъяснениеии χρειάζεται διευκρίνιση.

    Русско-новогреческий словарь > разъяснение

  • 20 составлять

    составлять
    несов
    1. (собирать, объединять) συνενώνω·
    2. (сочинять, создавать) συντάσσω, καταστρώνω, κάνω:
    \составлять план καταστρώνω σχέδιο· \составлять протокол συντάσσω πρακτικό· \составлять словарь συγγράφω (или συντάσσω) λεξικό·
    3. (образовывать) σχηματίζω, συγκροτώ:
    \составлять предложение σχηματίζω πρόταση· \составлять определенное мнение σχηματίζω ὁρισμένη γνώμη· \составлять кабинет полит σχηματίζω κυβέρνηση·
    4. (представлять, являться) ἀποτελώ:
    \составлять исключение ἀποτελώ ἐξαίρεση· это не составит большого труда αὐτό δέν χρειάζεται μεγάλο κόπο· ◊ \составлять себе состояние σχηματίζω περιουσία· \составлять компанию кому́-л. κάνω κάποιου παρέα \составлятьлиться σχηματίζομαι, συγκροτοῦμαι, δημιουργούμαι.

    Русско-новогреческий словарь > составлять

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • Πολυμέσα — (Multimedia). Τεχνολογία που σχεδιάστηκε και αναπτύχθηκε για ηλεκτρονικούς υπολογιστές (Η/Υ), και βασίζεται στην αρχή ότι χρησιμοποιεί περισσότερα από ένα μέσα για να επικοινωνήσει με τον χρήστη του Η/Υ ή απλά να παρουσιάσει κάποιες πληροφορίες… …   Dictionary of Greek

  • έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • χρειάζομαι — ΝΑ [χρεία] έχω ανάγκη νεοελλ. 1. (αμτβ.) είμαι αναγκαίος, χρήσιμος, χρησιμεύω («δεν μού χρειάζεται πια η βοήθειά σου») 2. απρόσ. χρειάζεται υπάρχει ανάγκη, είναι ανάγκη («δεν χρειάζεται να μπεις σε κόπο για μένα») 3. (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως …   Dictionary of Greek

  • χρειάζομαι — χρειάστηκα 1. έχω ανάγκη από κάποιον ή από κάτι: Χρειάζομαι λεφτά γι αυτή τη δουλειά. 2. είμαι αναγκαίος, είμαι χρήσιμος: Δε μου χρειάζεται αυτό το βιβλίο. 3. το απρόσ., χρειάζεται υπάρχει ανάγκη: Δε χρειάζεται να μου κάνεις μάθημα. 4. φρ., «Τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ε, ε — Το πέμπτο γράμμα του ελληνικού, του λατινικού και των νεότερων ευρωπαϊκών αλφαβήτων. Προήλθε από το πέμπτο γράμμα του φοινικικού αλφαβήτου  που απέδιδε τον δασύ φθόγγο He (= θυρίδα). Ενώ όμως στο συλλαβογραφικό φοινικικό αλφάβητο το He είχε… …   Dictionary of Greek

  • αγωγιμότητα — Η ιδιότητα ορισμένων σωμάτων να μεταφέρουντον ηλεκτρισμό ή τη θέρμανση.ειδική. α.Το αντίστροφο της ειδικής αντίστασης. Αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένος ένας αγωγός και μετριέται σε μονάδες Ω 1 · mm 2 · m ή S · mm 2 · m,… …   Dictionary of Greek

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • απόσταξη — Εργασία με την οποία μείγμα δύο ή περισσότερων υγρών διαχωρίζεται άμεσα στα συστατικά του, ή ένα υγρό καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις, αφού υποβληθεί σε εξάτμιση και διαδοχική συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών. Αν θερμάνουμε ένα μείγμα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»